- ξοάνιον
- ξοᾰν-ιον, τό, Dim. of sq., IG12(3).248.16 (Anaphe, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξοάνιον — ξοάνιον, τὸ (Α) [ξόανον] (υποκορ. τού ξόανον) μικρό ξόανο … Dictionary of Greek